καλολογώ

καλολογώ
(AM καλολογῶ, -έω)
νεοελλ.
εκφράζομαι κομψά και με γλαφυρότητα
μσν.-αρχ.
λέγω καλούς λόγους για κάποιον, επαινώ, κολακεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλῶς) + -λογῶ (< -λογος < λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο-λογώ, κακο-λογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • καλολογία — η (Μ καλολογία) [καλολογώ] το να εκφράζεται κάποιος κομψά και με γλαφυρότητα νεοελλ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη σπουδή και τη διδασκαλία τού καλού, δηλ. τού ωραίου, αλλ. αισθητική …   Dictionary of Greek

  • καλολογίζω — (Μ) λέω καλά λόγια για κάποιον, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καλολογώ σχηματισμένος από τον αόρ. ἐκαλολόγησα (πρβλ. κλονῶ ἐκλόνησα κλονίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • καλολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλολογία, στην αισθητική τού λόγου («καλολογικά στοιχεία τού λογοτεχνήματος») 2. κομψός, γλαφυρός από φραστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Βράιλα Αρμένη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”